- δεκαεξασέλιδος
- -η, -ο1. αυτός που αποτελείται από δεκαέξι σελίδες.2. το ουδ. ως ουσ., δεκαεξασέλιδο ένα τυπογραφικό φύλλο που αποτελείται από δεκαέξι σελίδες: Μερικά δεκαεξασέλιδα είναι απαραίτητα σε κάθε διδακτορική διατριβή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.