δεκαεξασέλιδος

δεκαεξασέλιδος
-η, -ο
1. αυτός που αποτελείται από δεκαέξι σελίδες.
2. το ουδ. ως ουσ., δεκαεξασέλιδο ένα τυπογραφικό φύλλο που αποτελείται από δεκαέξι σελίδες: Μερικά δεκαεξασέλιδα είναι απαραίτητα σε κάθε διδακτορική διατριβή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δεκαεξασέλιδος — η, ο 1. αυτός που έχει δεκαέξι σελίδες («δεκαεξασέλιδη ανακοίνωση») 2. το ουδ. ως ουσ. το δεκαεξασέλιδο ένα τυπογραφικό φύλλο, που διπλώνεται σε δεκαέξι σελίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαέξι + σελίς ( ίδος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”